κήδευμα

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήδευμα Medium diacritics: κήδευμα Low diacritics: κήδευμα Capitals: ΚΗΔΕΥΜΑ
Transliteration A: kḗdeuma Transliteration B: kēdeuma Transliteration C: kidevma Beta Code: kh/deuma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A connection by marriage or alliance by marriage, E.Med.76, Pl.Lg.773b.
2poet. for κηδεστής, one who is so connected, S.OT 85, E.Or.477.

German (Pape)

[Seite 1429] τό, Verwandtschaft durch Heirat, Verschwägerung, Plat. Legg. VI, 773 b, wie Eur. Med. 75, παλαιὰ καινῶν λείπεται κηδευμάτων. – Poetisch = κηδεστής; ἄναξ, ἐμὸν κήδευμα Soph. O. R. 85; Eur. Or. 477.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 parenté par alliance, par mariage;
2 parent par mariage.
Étymologie: κηδεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κήδευμα -ατος, τό κηδεύω aanverwantschap;; παλαιὰ καινῶν λείπεται κηδευμάτων oude aanverwantschap wijkt voor nieuwe Eur. Med. 76; poët. concr.: ἄναξ, ἐμὸν κήδευμα heer, zwager van mij Soph. OT 85.

Russian (Dvoretsky)

κήδευμα: ατος τό
1 родственная связь (по жене), свойство: παλαιὰ καινῶν λείπεται κηδευμάτων Eur. старые родственные связи уступают место новым;
2 свойственник, родня (ὦ χαῖρε Μενέλεως, κ. ἐμόν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κήδευμα: τό, συγγένεια δι’ ἐπιγαμίας, Λατιν. affinitas, Εὐρ. Μήδ. 76, Πλάτ. Νόμ. 773Β. 2) ποιητ. ἀντὶ τοῦ κηδεστής, ὁ οὕτω πως συγγενεύων, Σοφ. Ο. Τ. 85, Εὐρ. Ὀρ. 477.

Greek Monolingual

κήδευμα, -εύματος, τὸ (Α) κηδεύω
1. συγγένεια εξ αγχιστείας, εξ επιγαμίας («τον δ' ἐναντίως πεφυκότα ἐπὶ τἀναντία χρὴ κηδεύματα πορεύεσθαι», Πλάτ.)
2. (ποιητ.) κηδεστήςἄναξ, ἐμὸν κήδευμα, παῖ Μενοικέως», Σοφ.).

Greek Monotonic

κήδευμα: -ατος, τό,
1. συγγένεια από γάμο ή συμπεθέρεμα, Λατ. affinitas, σε Ευρ.
2. ποιητ. αντί κηδεστής, κάποιος που συνδέεται με αυτό τον τρόπο, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

κήδευμα, ατος, τό,
1. connection or alliance by marriage, Lat. affinitas, Eur.
2. poet. for κηδεστής, one who is so connected, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

alliance by marriage, connection by marriage, kinship by marriage, kinsman by marriage, one allied by marriage, relation by marriage, relationship by marriage, union by marriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)