Anonymous

καθέλκω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθέλκω:''' μέλ. <i>-έλξω</i>, σε Αριστοφ. και <i>-ελκύσω</i>· αόρ. αʹ <i>καθείλκῠσα</i>, παρακ. <i>-είλκῠκα</i>· — Παθ., αόρ. αʹ <i>-ειλκύσθην</i>, παρακ. <i>-είλκυσμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για καράβια, [[σύρω]] το [[πλοίο]] από την [[ξηρά]] και το [[ρίχνω]] στη [[θάλασσα]], [[καθελκύω]] προς την [[θάλασσα]], Λατ. deducere, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραβώ]], [[σύρω]] [[κάτω]] ή [[χαμηλώνω]], [[πιέζω]] [[πλάστιγγα]] ή [[ζυγαριά]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καθέλκω:''' μέλ. <i>-έλξω</i>, σε Αριστοφ. και <i>-ελκύσω</i>· αόρ. αʹ <i>καθείλκῠσα</i>, παρακ. <i>-είλκῠκα</i>· — Παθ., αόρ. αʹ <i>-ειλκύσθην</i>, παρακ. <i>-είλκυσμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για καράβια, [[σύρω]] το [[πλοίο]] από την [[ξηρά]] και το [[ρίχνω]] στη [[θάλασσα]], [[καθελκύω]] προς την [[θάλασσα]], Λατ. deducere, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραβώ]], [[σύρω]] [[κάτω]] ή [[χαμηλώνω]], [[πιέζω]] [[πλάστιγγα]] ή [[ζυγαριά]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=καθ-έλκω en καθ-ελκύω, Aeol. aor. κάτελκον, omlaag trekken; spec. schepen in zee trekken:; ναῦς καθεῖλκον zij trokken de schepen de zee in Thuc. 2.94.2; pass.: τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς θάλασσαν toen de schepen de zee in waren getrokken Hdt. 7.100.2.
}}
}}