Anonymous

καθέλκω: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καθέλκω]])<br /><b>1.</b> [[σύρω]] [[κάτω]] ή [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[καθέλκυση]] πλοίου («καθελκύσαντας... τοῡ νεωρίου... [[τεσσαράκοντα]] ναῡς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ζυγαριά]]) [[σύρω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κάνω]] να κατεβεί [[ένας]] από τους δύο δίσκους της ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων ὅ,τι σοι καθέλξει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]] («τοῑς λοιποῑς... ἰσοσθενεῑ καὶ καθέλκει τὰ [[πάντα]]»)<br /><b>3.</b> [[εξαναγκάζω]], [[υποχρεώνω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καθέλκομαι</i> α) (για [[κτίσμα]]) εκτείνομαι («σκέλη δὲ καθείλκυσται [[ἑκατέρωθεν]] τῆς ὁδοῡ» — μακρά τείχη εκτείνονται [[κατά]] [[μήκος]] της οδού, <b>Στράβ.</b>)<br />β) επιτείνομαι, ενισχύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἕλκω]].
|mltxt=(AM [[καθέλκω]])<br /><b>1.</b> [[σύρω]] [[κάτω]] ή [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[καθέλκυση]] πλοίου («καθελκύσαντας... τοῡ νεωρίου... [[τεσσαράκοντα]] ναῡς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ζυγαριά]]) [[σύρω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κάνω]] να κατεβεί [[ένας]] από τους δύο δίσκους της ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων ὅ,τι σοι καθέλξει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]] («τοῑς λοιποῑς... ἰσοσθενεῑ καὶ καθέλκει τὰ [[πάντα]]»)<br /><b>3.</b> [[εξαναγκάζω]], [[υποχρεώνω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καθέλκομαι</i> α) (για [[κτίσμα]]) εκτείνομαι («σκέλη δὲ καθείλκυσται [[ἑκατέρωθεν]] τῆς ὁδοῡ» — μακρά τείχη εκτείνονται [[κατά]] [[μήκος]] της οδού, <b>Στράβ.</b>)<br />β) επιτείνομαι, ενισχύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἕλκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καθέλκω:''' μέλ. <i>-έλξω</i>, σε Αριστοφ. και <i>-ελκύσω</i>· αόρ. αʹ <i>καθείλκῠσα</i>, παρακ. <i>-είλκῠκα</i>· — Παθ., αόρ. αʹ <i>-ειλκύσθην</i>, παρακ. <i>-είλκυσμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για καράβια, [[σύρω]] το [[πλοίο]] από την [[ξηρά]] και το [[ρίχνω]] στη [[θάλασσα]], [[καθελκύω]] προς την [[θάλασσα]], Λατ. deducere, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραβώ]], [[σύρω]] [[κάτω]] ή [[χαμηλώνω]], [[πιέζω]] [[πλάστιγγα]] ή [[ζυγαριά]], σε Αριστοφ.
}}
}}