Anonymous

προσποιέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[παραχωρώ]] σε, Λατ. tradere alicui in [[manus]], [[προσποιέω]] τινὶ τὴν Κέρκυραν, σε Θουκ.· [[προσποιέω]] Λέσβον τῇ πόλει, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., με Μέσ. και Παθ. αόρ., [[προσάπτω]], προσθέτω στον εαυτό μου, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸν δῆμον</i>, σε Αριστοφ.· με την [[προσθήκη]] δεύτερης αιτ., φίλους [[προσποιέω]] τοὺςΛακεδαιμονίους, ως φίλους, σε Ηρόδ.· ὑπηκόους [[προσποιέω]] [[τὰς]] πόλεις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] που δεν ανήκει σε μένα, ιδιοποιούμαι, [[προβάλλω]] διεκδικήσεις, <i>τὴντῶν γεφυρῶν διάλυσιν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]], [[παριστάνω]], [[προφασίζομαι]], <i>ὀργήν</i>, σε Ηρόδ.· [[προσποιέω]] ἔχθραν, τη [[χρησιμοποιώ]] ως [[πρόσχημα]], [[προφασίζομαι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[προσποιούμαι]] ότι κάνω ή είμαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[προσποιέω]] μὲν [[εἰδέναι]], εἰδότες δὲ [[οὐδέν]], σε Πλάτ.· με απαρ. μέλ., κάνω ότι [[τάχα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> με αρνητικό, Λατ. dissimulare, [[δεῖ]] δέ, <i>εἰ καὶ ἠδίκησαν</i>, <i>μὴ προσποιεῖσθαι</i>, να προσποιηθούν ότι δεν ήταν έτσι, ότι δεν αδίκησαν, σε Θουκ.
|lsmtext='''προσποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[παραχωρώ]] σε, Λατ. tradere alicui in [[manus]], [[προσποιέω]] τινὶ τὴν Κέρκυραν, σε Θουκ.· [[προσποιέω]] Λέσβον τῇ πόλει, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., με Μέσ. και Παθ. αόρ., [[προσάπτω]], προσθέτω στον εαυτό μου, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸν δῆμον</i>, σε Αριστοφ.· με την [[προσθήκη]] δεύτερης αιτ., φίλους [[προσποιέω]] τοὺςΛακεδαιμονίους, ως φίλους, σε Ηρόδ.· ὑπηκόους [[προσποιέω]] [[τὰς]] πόλεις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] που δεν ανήκει σε μένα, ιδιοποιούμαι, [[προβάλλω]] διεκδικήσεις, <i>τὴντῶν γεφυρῶν διάλυσιν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]], [[παριστάνω]], [[προφασίζομαι]], <i>ὀργήν</i>, σε Ηρόδ.· [[προσποιέω]] ἔχθραν, τη [[χρησιμοποιώ]] ως [[πρόσχημα]], [[προφασίζομαι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[προσποιούμαι]] ότι κάνω ή είμαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[προσποιέω]] μὲν [[εἰδέναι]], εἰδότες δὲ [[οὐδέν]], σε Πλάτ.· με απαρ. μέλ., κάνω ότι [[τάχα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> με αρνητικό, Λατ. dissimulare, [[δεῖ]] δέ, <i>εἰ καὶ ἠδίκησαν</i>, <i>μὴ προσποιεῖσθαι</i>, να προσποιηθούν ότι δεν ήταν έτσι, ότι δεν αδίκησαν, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-ποιέω act., met acc. en dat. bij... maken, bij... doen zijn, toevoegen:. τὴν πόλιν Θηβαίοις π. de stad doen overgaan in Thebaanse handen Thuc. 2.2.2; Κορινθίοις Κέρκυραν π. Kerkyra winnen voor de Korinthische zaak Thuc. 3.70.1. med. (met θη- aor. ), met acc. erbij laten maken:. π. ξύλινον πόδα een houten been voor zich laten maken Hdt. 9.37.4. voor zich winnen:; π. ἑταιρηΐην τῶν ἡλικιωτέων een club van leeftijdgenoten voor zich winnen Hdt. 5.71.1; met dubb. acc.. φίλους π. Λακεδαιμονίους de Spartanen als vrienden voor zich winnen Hdt. 1.6.2; προσεποιοῦντο ὑπηκόους τὰς ἐλάσσους πόλεις ze onderwierpen de kleinere steden aan zich Thuc. 1.8.3. zich aanmatigen, aanspraak maken op:; μείζω τῶν ὑπαρχόντων π. zich meer kwaliteiten aanmatigen dan men bezit Aristot. EN 1127b9; met gen. part.. π. τῶν χρημάτων aanspraak maken op het geld Aristoph. Eccl. 871. voorwenden:; ὀργήν π. woede voorwenden Hdt. 2.121δ3; doen alsof (men x is); met pred. bep..; προσποιεῖται τοιοῦτος hij doet zich als zodanig voor Aristot. EN 1159a15; met acc..; π. τὸν Ἀριστοτέλην zich voordoen als Aristoteles Luc. 28.50; met inf..; π.... εἰδέναι pretenderen iets te weten Plat. Ap. 23d; προσποιοῦνται βούλεσθαι δικαιοπραγεῖν zij doen alsof zij rechtvaardig willen handelen Aristot. EN 1178a31; met ontk. μὴ\n προσποιεῖσθαι veinzen van niet:. δεῖ δέ, καὶ εἰ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῖσθαι we moeten, zelfs als zij onrecht begaan hadden, het tegendeel veinzen Thuc. 3.47.4.
}}
}}