Anonymous

διαλανθάνω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαλανθάνω:''' μέλ. -[[λήσω]], αόρ. βʹ [[διέλαθον]], [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου, <i>διαλαθὼν εἰσέρχεται</i>, σε Θουκ.· με αιτ. προσ., [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου, σε Ξεν.
|lsmtext='''διαλανθάνω:''' μέλ. -[[λήσω]], αόρ. βʹ [[διέλαθον]], [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου, <i>διαλαθὼν εἰσέρχεται</i>, σε Θουκ.· με αιτ. προσ., [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-λανθάνω verborgen blijven, met acc. voor iemand:; σὲ τοῦτο διαλέληθε dat is je ontgaan Plat. Euthyd. 278a; met persoonlijk geconstrueerd ptc.:; διαλήσει χρηστὸς ὤν hoe goed hij is zal verborgen blijven Isocr. 3.16; ptc. aor. ongemerkt:. διαλαθὼν ἐσέρχεται hij komt ongezien binnen Thuc. 3.25.1.
}}
}}