Anonymous

διαλανθάνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διαλανθάνω]]) [[λανθάνω]]<br /><b>1.</b> [[διαφεύγω]] από την [[προσοχή]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[μένω]] [[απαρατήρητος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λησμονώ]].
|mltxt=(AM [[διαλανθάνω]]) [[λανθάνω]]<br /><b>1.</b> [[διαφεύγω]] από την [[προσοχή]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[μένω]] [[απαρατήρητος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λησμονώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαλανθάνω:''' μέλ. -[[λήσω]], αόρ. βʹ [[διέλαθον]], [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου, <i>διαλαθὼν εἰσέρχεται</i>, σε Θουκ.· με αιτ. προσ., [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου, σε Ξεν.
}}
}}