Anonymous

συνεφέλκω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεφέλκω:''' αόρ. αʹ <i>-είλκῠσα</i> (πρβλ. [[ἕλκω]]), [[σύρω]] από κοινού κοντά μου ή [[κατόπιν]] μου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνεφέλκω:''' αόρ. αʹ <i>-είλκῠσα</i> (πρβλ. [[ἕλκω]]), [[σύρω]] από κοινού κοντά μου ή [[κατόπιν]] μου, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εφέλκω met zich meetrekken.
}}
}}