συνεφέλκω
English (LSJ)
aor. -είλκῠσα (cf. ἕλκω):—draw after or along with one, Pl.Phd. 80e, Ep.335b, Arist. de An.406b21:—Pass., to be drawn on together, Id.Ph.244a11; τῇ τοῦ ὅλου περιφορᾴ Id.Mete.341a2; to be drawn up also, Id.Pr.949a16, Thphr. CP 4.13.5:—Med., much like Act., Hp.Mul.1.68, Phld. Mus.p.62 K., Ph.2.61, al., Plu.2.529c, Aret.SD1.13, Eun.VSp.498
French (Bailly abrégé)
f. συνεγέλξω, ao. συνεφείλκυσα;
traîner ou entraîner ensemble;
Moy. συνεφέλκομαι traîner avec ou après soi.
Étymologie: σύν, ἐφέλκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εφέλκω met zich meetrekken.
German (Pape)
mit, zugleich nach- od. zuziehen; Plat. Theaet. 80e, Ep. VII.335b; Plut. im med. öfter.
Russian (Dvoretsky)
συνεφέλκω: (реже med.; fut. συνεφέλξω, aor. συνεφείλκῠσα) тянуть с (за) собою (τι Plat., Arst., Plut.): μηδέν τινος σ. Plat. не сохранять в себе никаких следов чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
συνεφέλκω: ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. ἕλκω)· ― σύρω κατόπιν μου ἢ πλησίον μου ὁμοῦ, Πλάτ. Φαίδων 80Ε, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 3, 12. ― Παθ., σύρομαι ὁμοῦ ἢ πλησίον μετά τινος, τινι ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 8, Μετεωρ. 1. 3, 26· ὁμοῦ ἢ ὁμοίως ἐφέλκομαι, ἀνασύρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 27. 11· ― Μέσ., σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., Ἱππ. 617. 43, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, Πλούτ. 2. 5, 9C, κλπ.
Greek Monolingual
ΜΑ
σύρω κάποιον ή κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐφέλκω «σύρω, τραβώ»].
Greek Monotonic
συνεφέλκω: αόρ. αʹ -είλκῠσα (πρβλ. ἕλκω), σύρω από κοινού κοντά μου ή κατόπιν μου, σε Πλάτ.
Middle Liddell
aor1 -είλκῠσα [cf. ἕλκω
to draw after or along with one together, Plat.