3,277,218
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκσπάω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[βγάζω]], [[τραβώ]] κάποιον βίαια έξω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και σε Μέσ., <i>ἐκσπασσαμένω ἔγχεα</i>, τράβηξαν έξω τα δόρατά τους, στο ίδ. | |lsmtext='''ἐκσπάω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[βγάζω]], [[τραβώ]] κάποιον βίαια έξω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και σε Μέσ., <i>ἐκσπασσαμένω ἔγχεα</i>, τράβηξαν έξω τα δόρατά τους, στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκσπάω:''' вырывать, выдергивать, вытаскивать ([[ἔγχος]] Hom. - тж. med.; med. βόλον Eur.; τι ἐκ τοῦ στόματός τινος Arph.; ἀπὸ ῥιζῶν ἐκσπῶνται τὰ δένδρα Arst.; τὰς ἐκφύσεις Polyb.). | |||
}} | }} |