Anonymous

ἐκσπάω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκσπάω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[βγάζω]], [[τραβώ]] κάποιον βίαια έξω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και σε Μέσ., <i>ἐκσπασσαμένω ἔγχεα</i>, τράβηξαν έξω τα δόρατά τους, στο ίδ.
|lsmtext='''ἐκσπάω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[βγάζω]], [[τραβώ]] κάποιον βίαια έξω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και σε Μέσ., <i>ἐκσπασσαμένω ἔγχεα</i>, τράβηξαν έξω τα δόρατά τους, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκσπάω:''' вырывать, выдергивать, вытаскивать ([[ἔγχος]] Hom. - тж. med.; med. βόλον Eur.; τι ἐκ τοῦ στόματός τινος Arph.; ἀπὸ ῥιζῶν ἐκσπῶνται τὰ δένδρα Arst.; τὰς ἐκφύσεις Polyb.).
}}
}}