3,276,901
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κύβος:''' [ῠ], ὁ, Λατ. [[cubus]], [[κύβος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> κυβικό [[ζάρι]], σημειωμένο και στις έξι πλευρές του (ενώ ο [[ἀστράγαλος]] ήταν [[σημειωμένος]] μόνο στις [[τέσσερις]]), στον πληθ., ζάρια, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οι Έλληνες έριχναν [[τρία]] ζάρια, έτσι ώστε <i>τρὶς ἕξ</i>, [[τρία]] εξάρια ήταν η πιο υψηλή [[ζαριά]], σε Αισχύλ., Πλάτ.· <i>κρίνειν τι ἐν κύβοις</i>, να το αποφασίσουν με το [[ζάρι]], στην [[τύχη]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, λέγεται και για τις μεμονωμένες κουκίδες του ζαριού, βέβληκ' Ἀχιλλεὺς [[δύο]] κύβω καὶ [[τέσσαρα]], έριξε [[δύο]] άσσους και ένα [[τέσσερα]], σε Αισχύλ. [[παρά]] Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αριθμός]] εις τον κύβο, δηλ. [[αριθμός]] που τριπλασιάζεται με τον εαυτό του, όπως το 27 είναι ο [[κύβος]] του 3, σε Πλάτ. | |lsmtext='''κύβος:''' [ῠ], ὁ, Λατ. [[cubus]], [[κύβος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> κυβικό [[ζάρι]], σημειωμένο και στις έξι πλευρές του (ενώ ο [[ἀστράγαλος]] ήταν [[σημειωμένος]] μόνο στις [[τέσσερις]]), στον πληθ., ζάρια, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οι Έλληνες έριχναν [[τρία]] ζάρια, έτσι ώστε <i>τρὶς ἕξ</i>, [[τρία]] εξάρια ήταν η πιο υψηλή [[ζαριά]], σε Αισχύλ., Πλάτ.· <i>κρίνειν τι ἐν κύβοις</i>, να το αποφασίσουν με το [[ζάρι]], στην [[τύχη]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, λέγεται και για τις μεμονωμένες κουκίδες του ζαριού, βέβληκ' Ἀχιλλεὺς [[δύο]] κύβω καὶ [[τέσσαρα]], έριξε [[δύο]] άσσους και ένα [[τέσσερα]], σε Αισχύλ. [[παρά]] Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αριθμός]] εις τον κύβο, δηλ. [[αριθμός]] που τριπλασιάζεται με τον εαυτό του, όπως το 27 είναι ο [[κύβος]] του 3, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κύβος -ου, ὁ, later poët. ook κῦβος dobbelsteen (meestal plur. ):; ἐν πτώσει κύβων bij het vallen van de dobbelstenen Plat. Resp. 604c; later ook sing.:; ἀνερρίφθω κ. (= Lat. iacta esto alea) laat de dobbelsteen geworpen zijn Plut. Caes. 32.8; overdr.: ἔσχατον κύβον ἀφιέναι de laatste dobbelsteen gooien, z’n laatste kans wagen Plut. Cor. 3.1. de één (op een dobbelsteen);. ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῖς κύβους βάλλειν drie zessen of drie enen gooien Plat. Lg. 968e. kubus. | |||
}} | }} |