Anonymous

αὐτόκτιτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόκτῐτος:''' -ον ([[κτίζω]]), αυτός που γίνεται αυτομάτως, δηλ. [[φυσικός]], ο εκ φύσεως, <i>ἄντρα</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αὐτόκτῐτος:''' -ον ([[κτίζω]]), αυτός που γίνεται αυτομάτως, δηλ. [[φυσικός]], ο εκ φύσεως, <i>ἄντρα</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόκτῐτος:''' естественный, природный (ἄντρα Aesch.).
}}
}}