αὐτόκτιτος
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
English (LSJ)
αὐτόκτιτον, (κτίζω) self-produced, i.e. made by nature, natural, αὐτόκτιτ' ἄντρα A.Pr.303; αὐ. δόμους S.Fr.332.
Spanish (DGE)
-ον originado por sí mismo, natural ἄντρα A.Pr.301.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fondé de soi-même, càd naturel.
Étymologie: αὐτός, κτίζω.
German (Pape)
durch sich selbst, von Natur, nicht durch Menschen entstanden, ἄντρα Aesch. Prom. 301.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόκτῐτος: естественный, природный (ἄντρα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόκτῐτος: -ον, (κτίζω) ὁ αὐτομάτως γενόμενος, ὁ ἐκ φύσεως σχηματισθείς, πετρηρεφῆ αὐτόκτιτ’ ἄντρα Αἰσχύλ. Πρ. 301· «αὐτοκτί[σ]τους δόμους· οὐ κατεσκευασμένους, ἀλλ’ ἐκ ταὐτομάτου γεγενημένους, ἢ τοὺς οἰκουμένους. Σοφοκλῆς Κηδαλίωνι» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 306).
Greek Monolingual
αὐτόκτιτος, -ον (AM)
αυτός που σχηματίστηκε από μόνος του, που δεν είναι κτίσμα ή δημιούργημα κανενός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -κτιτος < κτίζω.
Greek Monotonic
αὐτόκτῐτος: -ον (κτίζω), αυτός που γίνεται αυτομάτως, δηλ. φυσικός, ο εκ φύσεως, ἄντρα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
κτίζω
self-produced, i. e. natural, ἄντρα Aesch.