Anonymous

συγκλέπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκλέπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[κλέβω]] από κοινού με κάποιον, σε Αντιφών.
|lsmtext='''συγκλέπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[κλέβω]] από κοινού με κάποιον, σε Αντιφών.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκλέπτω:''' украдкой похищать (τὰς ψήφους Sext.).
}}
}}