συγκλέπτω

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλέπτω Medium diacritics: συγκλέπτω Low diacritics: συγκλέπτω Capitals: ΣΥΓΚΛΕΠΤΩ
Transliteration A: synkléptō Transliteration B: synkleptō Transliteration C: sygklepto Beta Code: sugkle/ptw

English (LSJ)

A steal along with, μετά τινος Antipho 6.35; τὰς ψήφους S.E.M.2.39.
II deceive, elude, σ. τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί Hp.VC12.

German (Pape)

[Seite 968] mit stehlen; μετά τινος, Antiph. 1, 35; Hippocr.

French (Bailly abrégé)

1 voler de complicité avec;
2 tromper à la fois.
Étymologie: σύν, κλέπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κλέπτω misleiden, bedriegen.

Russian (Dvoretsky)

συγκλέπτω: украдкой похищать (τὰς ψήφους Sext.).

Greek Monolingual

Α
1. κλέβω από κοινού («τοῦ ὑπογραμματέως τῶν θεσμοθετῶν μεθ' οὗπερ συνέκλεπτον», Αντιφ.)
2. εξαπατώ («συγκλέπτουσι τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

συγκλέπτω: μέλ. -ψω, κλέβω από κοινού με κάποιον, σε Αντιφών.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλέπτω: κλέπτω ὁμοῦ, μετά τινος Ἀντιφῶν 145. 27˙ τὰς ψήφους Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 39. ΙΙ. ἐξαπατῶ, ἀπατῶ, αἱ ῥαφαὶ σ. καὶ τὴν ὄψιν καὶ τὴν γνώμην Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903.

Middle Liddell

fut. ψω
to steal along with, Antipho.