Anonymous

φλόξ: Difference between revisions

From LSJ
728 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φλόξ:''' ἡ, γεν. [[φλογός]], ([[φλέγω]]), [[φλόγα]] της φωτιάς, σε Όμηρ.· <i>[[φλόγα]] δαίειν</i>, [[ανάβω]] [[φωτιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐγείρειν</i>, σε Ξεν.· <i>σβέσαι</i>, [[σβήνω]] τη [[φλόγα]], σε Θουκ.· επίσης λέγεται για αστραπές, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για τη [[θερμότητα]] του ήλιου, σε Αισχύλ.· [[φλόγα]] ή [[λάμψη]] αστραφτερής περικεφαλαίας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>φλὸξ οἴνου</i>, η φλογερή [[δύναμη]] του κρασιού, σε Ευρ.
|lsmtext='''φλόξ:''' ἡ, γεν. [[φλογός]], ([[φλέγω]]), [[φλόγα]] της φωτιάς, σε Όμηρ.· <i>[[φλόγα]] δαίειν</i>, [[ανάβω]] [[φωτιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐγείρειν</i>, σε Ξεν.· <i>σβέσαι</i>, [[σβήνω]] τη [[φλόγα]], σε Θουκ.· επίσης λέγεται για αστραπές, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για τη [[θερμότητα]] του ήλιου, σε Αισχύλ.· [[φλόγα]] ή [[λάμψη]] αστραφτερής περικεφαλαίας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>φλὸξ οἴνου</i>, η φλογερή [[δύναμη]] του κρασιού, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φλόξ:''' [[φλογός]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> пламя ([[πῦρ]] καὶ φ., ἀσβέστη φ., φλογὶ [[εἴκελος]] [[ἀλκή]] Hom.): πυρὸς φ. Eur. пламя костра; [[κεραυνία]] φ. Aesch. молния; μηρίων φ. Soph. пламя, охватившее бедра (жертвенных животных); φ. ἡλίου Soph. солнечный жар; φ. πήματος Soph. пламя беды, т. е. страшное несчастье; φ. οἴνου Eur. пламя, т. е. крепость вина;<br /><b class="num">2)</b> огненное тело, метеор (αἱ φλόγες καὶ οἱ ἀστέρες Arst.).
}}
}}