Anonymous

σφεδανός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφεδᾰνός:''' -ή, -όν = [[σφοδρός]],<br /><b class="num">I.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]], [[ισχυρός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> σε Όμηρ. μόνο ως επίρρ., ορμητικά, με ζήλο, με [[σπουδή]].
|lsmtext='''σφεδᾰνός:''' -ή, -όν = [[σφοδρός]],<br /><b class="num">I.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]], [[ισχυρός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> σε Όμηρ. μόνο ως επίρρ., ορμητικά, με ζήλο, με [[σπουδή]].
}}
{{elnl
|elnltext=σφεδανός -ή -όν [~ σφαδάζω, σφενδόνη] gewelddadig, hevig, heftig. adv. acc. n. onstuimig, wild.
}}
}}