Anonymous

κατασπεύδω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασπεύδω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πιέζω]], [[βιάζω]], [[παρακινώ]] ή [[σπεύδω]], [[επιταχύνω]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''κατασπεύδω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πιέζω]], [[βιάζω]], [[παρακινώ]] ή [[σπεύδω]], [[επιταχύνω]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασπεύδω:''' ускорять, торопить (τὸ [[πρᾶγμα]] Aeschin.; τὸν πόλεμον Plut.).
}}
}}