3,274,246
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χορηγός:''' Δωρ. χορᾱγός, ὁ ([[χορός]], [[ἡγέομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αρχηγός]], [[κορυφαίος]] χορού, σε Πλάτ.· [[αρχηγός]] σε [[πομπή]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, αυτός που πληρώνει τη [[δαπάνη]] για τη [[διδασκαλία]] του χορού, σε Δημ., Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που καταβάλλει [[δαπάνη]] για οποιοδήποτε λόγο, σε Δημ., Αισχίν. | |lsmtext='''χορηγός:''' Δωρ. χορᾱγός, ὁ ([[χορός]], [[ἡγέομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αρχηγός]], [[κορυφαίος]] χορού, σε Πλάτ.· [[αρχηγός]] σε [[πομπή]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, αυτός που πληρώνει τη [[δαπάνη]] για τη [[διδασκαλία]] του χορού, σε Δημ., Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που καταβάλλει [[δαπάνη]] για οποιοδήποτε λόγο, σε Δημ., Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χορηγός:''' дор. [[χοραγός|χορᾱγός]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> хорег, руководитель хора (συγχορευταί τε καὶ χορεγοί Plat.); перен. предводитель (ἄστρων Soph.; δελφίνων Eur.);<br /><b class="num">2)</b> хорег, устроитель на свой счет хора Aeschin., Dem.: χ. παιδικῷ χορῷ Lys. устроитель детского хора;<br /><b class="num">3)</b> дающий средства (на что-л.), поставщик Plut.: χ. τινι Aeschin., εἴς τι Dem. или τινος Luc. доставляющий средства (материал) для чего-л.; χορηγόν τινα ἔχειν Dem. или χορηγῷ τινι [[χρῆσθαι]] Dem. (καταχρῆσθαι Luc.) пользоваться чьими-л. средствами. | |||
}} | }} |