Anonymous

κορδακισμός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορδᾱκισμός:''' ὁ, ο [[χορός]] του <i>κόρδακος</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''κορδᾱκισμός:''' ὁ, ο [[χορός]] του <i>κόρδακος</i>, σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=κορδακισμός -οῦ, ὁ [κορδακίζω: de kordax dansen] ‘dirty dancing’.
}}
}}