κορδακισμός
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English (LSJ)
ὁ, = κορδάκισμα, licentious dancing, D. 2.18 (pl.), Nicopho 25, Chor. in Hermes 17.222 (pl.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
danse du κόρδαξ.
Étymologie: κορδακίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορδακισμός -οῦ, ὁ [κορδακίζω: de kordax dansen] ‘dirty dancing’.
German (Pape)
[ᾱ], ὁ, das Tanzen des Kordaxtanzes; Nicopho com. bei Harp.; Dem. 2.18 vrbdt ἀκρασία τοῦ βίου, μέθη und κορδακισμοί, wo der Schol. ἀσχήμονες ὀρχήσεις erkl.; Hesych. allgemeiner, τὰ τῶν μίμων γελοῖα καὶ παίγνια. Vgl. B.A. 267.
Russian (Dvoretsky)
κορδᾱκισμός: ὁ Dem. = κόρδαξ.
Greek (Liddell-Scott)
κορδᾱκισμός: ὁ, τὸ ὀρχεῖσθαι τὸν κόρδακα, χορὸς ἀκόλαστος, Δημ. 23, 13, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 5· παρ’ Ἡσύχ., κορδάκισμα, τό· κορδακιστής, οῦ, ὁ, πιθαν. γραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264 ο.
Greek Monolingual
ο (Α κορδακισμός) κορδακίζω
κορδάκισμα, άσεμνος χορός, απρεπής κίνηση.
Greek Monotonic
κορδᾱκισμός: ὁ, ο χορός του κόρδακος, σε Δημ.