κορδακισμός

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκισμός Medium diacritics: κορδακισμός Low diacritics: κορδακισμός Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kordakismós Transliteration B: kordakismos Transliteration C: kordakismos Beta Code: kordakismo/s

English (LSJ)

ὁ, = κορδάκισμα, licentious dancing, D. 2.18 (pl.), Nicopho 25, Chor. in Hermes 17.222 (pl.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
danse du κόρδαξ.
Étymologie: κορδακίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορδακισμός -οῦ, ὁ [κορδακίζω: de kordax dansen] ‘dirty dancing’.

German (Pape)

[ᾱ], ὁ, das Tanzen des Kordaxtanzes; Nicopho com. bei Harp.; Dem. 2.18 vrbdt ἀκρασία τοῦ βίου, μέθη und κορδακισμοί, wo der Schol. ἀσχήμονες ὀρχήσεις erkl.; Hesych. allgemeiner, τὰ τῶν μίμων γελοῖα καὶ παίγνια. Vgl. B.A. 267.

Russian (Dvoretsky)

κορδᾱκισμός: ὁ Dem. = κόρδαξ.

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκισμός: ὁ, τὸ ὀρχεῖσθαι τὸν κόρδακα, χορὸς ἀκόλαστος, Δημ. 23, 13, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 5· παρ’ Ἡσύχ., κορδάκισμα, τό· κορδακιστής, οῦ, ὁ, πιθαν. γραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264 ο.

Greek Monolingual

ο (Α κορδακισμός) κορδακίζω
κορδάκισμα, άσεμνος χορός, απρεπής κίνηση.

Greek Monotonic

κορδᾱκισμός: ὁ, ο χορός του κόρδακος, σε Δημ.

Middle Liddell

κορδᾱκισμός, οῦ,
the dancing of the κόρδαξ, Dem.