Anonymous

περιστρατοπεδεύω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(32)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(το ενεργ. και μέσ.) α) [[κατασκηνώνω]] [[ολόγυρα]], [[στρατοπεδεύω]] [[τριγύρω]]<br />β) [[περικυκλώνω]], [[πολιορκώ]].
|mltxt=Α<br />(το ενεργ. και μέσ.) α) [[κατασκηνώνω]] [[ολόγυρα]], [[στρατοπεδεύω]] [[τριγύρω]]<br />β) [[περικυκλώνω]], [[πολιορκώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιστρᾰτοπεδεύω:''' тж. med. располагаться вокруг лагерем, т. е. окружать, осаждать (τι и τινά Xen., Polyb.; τινί Plut.).
}}
}}