περιστρατοπεδεύω
From LSJ
English (LSJ)
encamp about, invest, besiege, Lycurg.128, Plb.1.30.5, 2.2.7, D.H.6.29, Plu.Fab.22:—used by X. in Med., abs., HG3.1.7, Cyr.3.1.6, al.:—Pass., HG4.7.1.
French (Bailly abrégé)
asseoir son camp autour ; assiéger, investir;
Moy. περιστρατοπεδεύομαι m. sign.
Étymologie: περί, στρατοπεδεύω.
Greek Monolingual
Α
(το ενεργ. και μέσ.) α) κατασκηνώνω ολόγυρα, στρατοπεδεύω τριγύρω
β) περικυκλώνω, πολιορκώ.
Russian (Dvoretsky)
περιστρᾰτοπεδεύω: тж. med. располагаться вокруг лагерем, т. е. окружать, осаждать (τι и τινά Xen., Polyb.; τινί Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-στρατοπεδεύω zich rondom legeren, belegeren, ook med.