Anonymous

ἀνέτοιμος: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέτοιμος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[έτοιμος]], απροπαρασκεύαστος, [[απροετοίμαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, [[ακάμωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανέφικτος]], [[ακατόρθωτος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέτοιμος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[έτοιμος]], απροπαρασκεύαστος, [[απροετοίμαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, [[ακάμωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανέφικτος]], [[ακατόρθωτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέτοιμος:''' <b class="num">1)</b> неготовый Polyb., Diod.;<br /><b class="num">2)</b> недостижимый, неуловимый (ἀνέτοιμα διώκειν Hes. ap. Plut.).
}}
}}