ἀνέτοιμος

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέτοιμος Medium diacritics: ἀνέτοιμος Low diacritics: ανέτοιμος Capitals: ΑΝΕΤΟΙΜΟΣ
Transliteration A: anétoimos Transliteration B: anetoimos Transliteration C: anetoimos Beta Code: a)ne/toimos

English (LSJ)

ἀνέτοιμον,
A unready, not ready, Plb.12.20.6, D.S.12.41, J.Vit. 22; εἴς τι APl.4.242 (Eryc.). Adv. ἀνετοίμως, ἔχειν πρός τι App.Mith. 12.
2 out of reach, unattainable, ἀνέτοιμα διώκειν Hes.Fr.219.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inalcanzable τὰ ἑτοῖμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes.Fr.61.
2 no preparado, no dispuesto de una falange desorganizada, Plb.12.20.6, εἰς γάμον οὐκ ἀ. AP 16.242 (Eryc.).
II adv. ἀνετοίμως = sin estar preparado, ἀνετοίμως ἔχοντος πρὸς ἄμυναν App.Mith.12.

German (Pape)

[Seite 226] nicht bereit, νήπιος ὃς τὰ ἕτοιμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes. fr. 118 Göttl.; compar., Pol. 12, 20; nicht gerüstet, Sp., εἰς γάμον Eryc. 6 (Plan. 242).

Russian (Dvoretsky)

ἀνέτοιμος:
1 неготовый Polyb., Diod.;
2 недостижимый, неуловимый (ἀνέτοιμα διώκειν Hes. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέτοιμος: -ον, ὁ μὴ ἕτοιμος, Πολύβ. 12. 20, 6. Διόδ. 12. 41˙ εἴς τι Ἀνθ. Πλαν. 242: ― ὁ μὴ ὢν ἐν χερσὶν ἢ ἐν τῇ ἐξουσίᾳ τινός, νήπιος ὃς τὰ ἕτοιμα λιπών, ἀνέτοιμα διώκει, «ἀφίνει τὰ ἥμερα καὶ ζητεῖ τὰ ἄγρια» (Ἡσ.;) παρὰ Πλουτ. 2. 505D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέτοιμος, -ον)
αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροπαρασκεύαστος, απροετοίμαστος
2. αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, ακάμωτος
αρχ.
ανέφικτος, ακατόρθωτος.

Translations

unreachable

Bulgarian: недостижим; Catalan: inabastable; Chinese Mandarin: 遥不可及的, 不可及; Finnish: saavuttamaton; German: unerreichbar; Greek: άφταστος, άφθαστος; Ancient Greek: ἀκατάληπτος, ἀκατόρθωτος, ἀκίχητος, ἀνάλωτος, ἀνέφεδρος, ἀπρόσικτος, ἀπρόσιτος, ἀπροτίμαστος; Hungarian: elérhetetlen; Italian: irraggiungibile; Maori: aweawe; Russian: недосягаемый, недостижимый; Spanish: inalcanzable; Swedish: oåtkomlig, onåbar; Turkish: ulaşılmaz

unattainable

Bulgarian: недостижим; Chinese Mandarin: 高不可攀的, 不可企及的; Czech: nedosažitelný, nedostupný; Danish: uopnåelig; Finnish: saavuttamaton; French: inatteignable; German: unerreichbar, nicht machbar; Greek: ανέφικτος; Ancient Greek: ἀδύνατος, ἄικτος, ἄϊκτος, ἀκίχητος, ἄληπτος, ἀνάλωτος, ἀνέτοιμος, ἀνέφικτος, ἀπρόσικτος; Latin: inaccessus; Manx: gyn roshtyn, neuroshtynagh; Norwegian Bokmål: uoppnåelig; Nynorsk: uoppnåeleg; Polish: niedosięgły, niedosiężny, nieosiągalny; Portuguese: inatingível, inalcançável; Russian: недостижимый, недоступный; Swedish: ouppnåelig