Anonymous

τηνίκα: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηνίκα:''' [ῐ], Δωρ. τᾱνίκα, επίρρ. ([[τῆνος]]), συσχ. του αναφορ. [[ἡνίκα]],<br /><b class="num">1.</b> σε εκείνον τον χρόνο, [[τότε]]· επίσης, με το [[άρθρο]] ([[συχνά]] γραφόμενο [[τοτηνίκα]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εκείνη]] την ώρα (της ημέρας), σε Θεόκρ.
|lsmtext='''τηνίκα:''' [ῐ], Δωρ. τᾱνίκα, επίρρ. ([[τῆνος]]), συσχ. του αναφορ. [[ἡνίκα]],<br /><b class="num">1.</b> σε εκείνον τον χρόνο, [[τότε]]· επίσης, με το [[άρθρο]] ([[συχνά]] γραφόμενο [[τοτηνίκα]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εκείνη]] την ώρα (της ημέρας), σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τηνίκᾰ:''' дор. [[τανίκα|τᾱνίκα]] (ῐ) (τό) adv. тогда, в (э)то время Soph., Theocr.
}}
}}