Anonymous

ὀϊζυρός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀϊζῡρός:''' Αττ. οἰζῠρός (ως τρισύλ.), -ά, -όν, [[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[αξιολύπητος]], [[ελεεινός]], [[ταλαίπωρος]], σε Όμηρ.· αναφερόμενο σε περιστάσεις, [[ταραχώδης]], [[φοβερός]], [[δύσκολος]], στον ίδ.· επίσης, εξαθλιωμένος, [[κακόμοιρος]], [[δυστυχής]], σε Ηρόδ. (παρότι ο [[Όμηρος]] έχει <i>ῡ</i>, σχηματίζει συγκρ. και υπερθ., [[χάριν]] του μέτρου, <i>ὀϊζυρώτερος</i>, <i>-ώτατος</i> αντί <i>-ότερος</i>, <i>-ότατος</i>).
|lsmtext='''ὀϊζῡρός:''' Αττ. οἰζῠρός (ως τρισύλ.), -ά, -όν, [[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[αξιολύπητος]], [[ελεεινός]], [[ταλαίπωρος]], σε Όμηρ.· αναφερόμενο σε περιστάσεις, [[ταραχώδης]], [[φοβερός]], [[δύσκολος]], στον ίδ.· επίσης, εξαθλιωμένος, [[κακόμοιρος]], [[δυστυχής]], σε Ηρόδ. (παρότι ο [[Όμηρος]] έχει <i>ῡ</i>, σχηματίζει συγκρ. και υπερθ., [[χάριν]] του μέτρου, <i>ὀϊζυρώτερος</i>, <i>-ώτατος</i> αντί <i>-ότερος</i>, <i>-ότατος</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀϊζῡρός:''' атт. οἰζῠρός 3<br /><b class="num">1)</b> злополучный, несчастный (βροτοί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> печальный, горестный, скорбный ([[γόος]], νύκτες Hom.);<br /><b class="num">3)</b> неприятный, тягостный ([[κώμη]] Hes.; [[πόλεμος]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> скудный, жалкий ([[δίαιτα]] Her.).
}}
}}