Anonymous

ἀμαιμάκετος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμαιμάκετος:''' -η, -ον και -ος, -ον, Επικ. [[τύπος]] του [[ἄμαχος]],<br /><b class="num">1.</b> [[ασυναγώνιστος]], [[ακατανίκητος]], σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυνατός]], [[ισχυρός]], [[ακατάβλητος]], λέγεται για [[κατάρτι]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀμαιμάκετος:''' -η, -ον και -ος, -ον, Επικ. [[τύπος]] του [[ἄμαχος]],<br /><b class="num">1.</b> [[ασυναγώνιστος]], [[ακατανίκητος]], σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυνατός]], [[ισχυρός]], [[ακατάβλητος]], λέγεται για [[κατάρτι]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμαιμάκετος:''' (ᾰκ)<br /><b class="num">1)</b> неодолимый, неукротимый ([[Χίμαιρα]] Hom.; [[πῦρ]] Hes., Soph.: [[πόντος]] Pind.; [[θήρ]] Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> крепкий, прочный ([[ἱστός]] Hom.).
}}
}}