Anonymous

φύγαδε: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φύγᾰδε:''' επίρρ. (<i>φῠγή</i>) όπως [[φόβονδε]], μέσω φυγής ή δραπέτευσης, <i>φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους</i>, έτρεψε τα άλογά του σε [[φυγή]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''φύγᾰδε:''' επίρρ. (<i>φῠγή</i>) όπως [[φόβονδε]], μέσω φυγής ή δραπέτευσης, <i>φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους</i>, έτρεψε τα άλογά του σε [[φυγή]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φύγαδε:''' (ῠ) adv. в бегство (τρέπειν τινά Hom.): φ. [[μνώοντο]] [[ἕκαστος]] Hom. каждый помышлял о бегстве.
}}
}}