Anonymous

πλάζω: Difference between revisions

From LSJ
1,329 bytes added ,  31 December 2018
3b
(6)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλάζω:''' Επικ. παρατ. <i>πλάζον</i>, αόρ. αʹ [[ἔπλαγξα]], Επικ. <i>πλάγξα</i> — Παθ. και Μέσ., Δωρ. <i>πλάσδομαι</i>, Επικ. παρατ. <i>πλαζόμην</i>, μέλ. [[πλάγξομαι]], αόρ. αʹ [[ἐπλάγχθην]], Επικ. [[πλάγχθην]]· όπως το [[πλανάω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω κάποιον να περιπλανιέται ή να περιφέρεται, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] σε [[σφάλμα]], [[μπερδεύω]], [[παραπλανώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπὸχαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη</i>, ο [[χαλκός]] εξοστρακίστηκε από τον χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., περιπλανιέμαι από κάποιον, <i>ἁμαξιτοῦ</i>, σε Ευρ.· ομοίως, τίς πλάγχθη [[πολύμοχθος]] [[εἶναι]]; σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[μέγα]] [[κύμα]] πλάζ' ὤμους, το [[κύμα]] οδήγησε τον ώμο του πιο πέρα, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>κύματι πλάζετο</i>, οδηγήθηκε [[παράμερα]] από το [[κύμα]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πλάζω:''' Επικ. παρατ. <i>πλάζον</i>, αόρ. αʹ [[ἔπλαγξα]], Επικ. <i>πλάγξα</i> — Παθ. και Μέσ., Δωρ. <i>πλάσδομαι</i>, Επικ. παρατ. <i>πλαζόμην</i>, μέλ. [[πλάγξομαι]], αόρ. αʹ [[ἐπλάγχθην]], Επικ. [[πλάγχθην]]· όπως το [[πλανάω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω κάποιον να περιπλανιέται ή να περιφέρεται, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] σε [[σφάλμα]], [[μπερδεύω]], [[παραπλανώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπὸχαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη</i>, ο [[χαλκός]] εξοστρακίστηκε από τον χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., περιπλανιέμαι από κάποιον, <i>ἁμαξιτοῦ</i>, σε Ευρ.· ομοίως, τίς πλάγχθη [[πολύμοχθος]] [[εἶναι]]; σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[μέγα]] [[κύμα]] πλάζ' ὤμους, το [[κύμα]] οδήγησε τον ώμο του πιο πέρα, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>κύματι πλάζετο</i>, οδηγήθηκε [[παράμερα]] από το [[κύμα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλάζω:''' (fut. [[πλάγξω]], aor. [[ἔπλαγξα]] - эп. πλάγξα; aor. pass. [[ἐπλάγχθην]] - эп. [[πλάγχθην]])<br /><b class="num">1)</b> сбивать с пути, уводить прочь (ἀπὸ πατρίδος αἴης Hom.): οἵ με [[μέγα]] πλάζουσι Hom. они меня всячески удерживают; τὰ σάνδαλα πλάζει τινά Anth. обувь мешает ходить кому-л.; ἀπὸ [[χαλκόφι]] χαλκὸς ἐπλάγχθη Hom. медь (ударившись) отскочила от меди; πλαγχθεὶς ἁμαξιτοῦ Eur. сбившийся с широкой дороги; τίς πλάγχθη πολύμούος (sc. [[κάματος]]) [[ἔξω]]; Soph. какое страдание миновало (людей)?; ὀμμάτων ἐπλάγχθη Aesch. (Эдип) лишил себя зрения;<br /><b class="num">2)</b> заставлять скитаться: ὃς [[μάλα]] πολλὰ πλάγχθη Hom. (Одиссей), который очень много постранствовал; πλάζεσθαι ἐπ᾽ ἀνθρώποις Hom. скитаться среди людей; οἱ πλαζόμενοι (sc. ἀστέρες) Plat. планеты.
}}
}}