Anonymous

εὐπάλαμος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπάλᾰμος:''' -ον ([[παλάμη]]), [[πρόχειρος]], [[εύχρηστος]], [[επιδέξιος]], [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[πολυμήχανος]], [[δαιμόνιος]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αισχύλ., Ανθ.
|lsmtext='''εὐπάλᾰμος:''' -ον ([[παλάμη]]), [[πρόχειρος]], [[εύχρηστος]], [[επιδέξιος]], [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[πολυμήχανος]], [[δαιμόνιος]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αισχύλ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπάλᾰμος:''' <b class="num">1)</b> изобретательный, остроумный ([[μέριμνα]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> отлично сложенный, искусный ([[ὕμνος]] Arph.).
}}
}}