εὐπάλαμος

From LSJ

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπάλᾰμος Medium diacritics: εὐπάλαμος Low diacritics: ευπάλαμος Capitals: ΕΥΠΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: eupálamos Transliteration B: eupalamos Transliteration C: efpalamos Beta Code: eu)pa/lamos

English (LSJ)

[πᾰ], ον
A handy, skilful, ingenious, of persons, Phoronis Fr.2, Nonn. D. 5.216, al.: more freq. in the abstract, inventive, μέριμνα A.Ag.1531 (lyr.); Ἔρως Orph.H.58.4; σοφίη IG14.967.
2 skilfully wrought, ὕμνοι Cratin.70, cf. Nonn. D. 17.146, al.
b easily manipulated, Ph.Bel.60.47.

German (Pape)

[Seite 1086] mit geschickter Hand, kunstreich, erfinderisch; Ἔρως Orph. H. 57, 4; σοφία Nicomed. ep. (App. 15) (s. das Vorige); – kunstreich gearbeitet, ὕμνοι Ar. Equ. 530; δεσμός Nonn. D. 17, 146.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la main habile, industrieux.
Étymologie: εὖ, παλάμη.

Russian (Dvoretsky)

εὐπάλᾰμος:
1 изобретательный, остроумный (μέριμνα Aesch.);
2 отлично сложенный, искусный (ὕμνος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπάλᾰμος: -ον, ἐπιτήδειος εἰς τὸ κατασκευάζειν τι τεχνηέντως, εὐμήχανος, ἐπινοητικός, εὐπάλαμον μέριμναν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1531· ἔρως Ὀρφ. Ὕμν. 57. 4· σοφίη Ἀνθ. Π. παράρτ. 55. 2) καλῶς ἐξειργασμένος, ἔντεχνος, ὕμνοι Κρατῖνος ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 530.

Greek Monolingual

εὐπάλαμος, -ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, -ον)
1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ.
β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν.
γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.)
2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων», Αριστοφ.)
3. ευχείριστος, ευκολομεταχείριστος
μσν.
αυτός που έχει μεγάλες παλάμες, δυνατά χέρια, ο χεροδύναμοςεὐπάλαμνος, εὐρύστερνος, ἥρως», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πάλαμνος ή -παλαμος (< παλάμη)
για την κατάλ. -μνος βλ. λ. απάλαμνος].

Greek Monotonic

εὐπάλᾰμος: -ον (παλάμη), πρόχειρος, εύχρηστος, επιδέξιος, ικανός, επιτήδειος, πολυμήχανος, δαιμόνιος, επινοητικός, εφευρετικός, σε Αισχύλ., Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-πάλᾰμος, ον παλάμη
handy, skilful, ingenious, inventive, Aesch., Anth.