Anonymous

ἐξαναφανδόν: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαναφανδόν:''' επίρρ., ολοφάνερα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐξαναφανδόν:''' επίρρ., ολοφάνερα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαναφανδόν:''' [[ἐξαναφαίνω]] adv. совершенно открыто, ясно, напрямик ([[ἐρέω]] δέ τοι Hom.).
}}
}}