ἐξαναφανδόν
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
Adv. openly, ἐρέω δέ τοι ἐ. Od.20.48.
Spanish (DGE)
adv. abiertamente, a las claras ἐρέω δέ τοι ἐ. Od.20.48.
German (Pape)
[Seite 868] ganz offenbar, Od. 20, 48.
French (Bailly abrégé)
adv.
au grand jour, ouvertement.
Étymologie: ἐξαναφαίνω, -δον.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαναφανδόν: ἐξαναφαίνω adv. совершенно открыто, ясно, напрямик (ἐρέω δέ τοι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναφανδόν: ἐπίρρ. = ἀναφανδόν, «ὁλοφάνερα», ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδὸν Ὀδ. Υ. 48.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐξαναφανδόν (Α) εξαναφαίνω
επίρρ. ολοφάνερα, εντελώς φανερά («ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδόν», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐξαναφανδόν: επίρρ., ολοφάνερα, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
adverb
all openly, Od.