Anonymous

ἀπερίστατος: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπερίστατος]], -ον (AM) [[περιίστημι]]<br /><b>1.</b> (γενικά) αυτός [[γύρω]] από τον οποίο δεν στέκεται [[κανένας]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[ανάγκη]] να φρουρείται, [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> [[μονήρης]], [[μόνος]], [[έρημος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανυπεράσπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τραύμα]]) [[χωρίς]] επιπλοκές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ ἀπερίστατον» — [[χωρίς]] κανένα λόγο, [[καμιά]] [[αιτία]], [[αναίτιος]].
|mltxt=[[ἀπερίστατος]], -ον (AM) [[περιίστημι]]<br /><b>1.</b> (γενικά) αυτός [[γύρω]] από τον οποίο δεν στέκεται [[κανένας]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[ανάγκη]] να φρουρείται, [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> [[μονήρης]], [[μόνος]], [[έρημος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανυπεράσπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τραύμα]]) [[χωρίς]] επιπλοκές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ ἀπερίστατον» — [[χωρίς]] κανένα λόγο, [[καμιά]] [[αιτία]], [[αναίτιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπερίστᾰτος:''' не окруженный никакими опасностями, находящийся вне опасности, т. е. безмятежный, спокойный (ῥαστῶναι Polyb.; [[χωρίον]] Diog. L.).
}}
}}