Anonymous

προσπίτνω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσπίτνω:''' ποιητ. αντί προσ-[[πίπτω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πέφτω]] πάνω στον λαιμό κάποιου, [[αγκαλιάζω]] κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ευρ.· <i>ἀμφὶ [[γενειάδα]]</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]] πάνω στη [[σκηνή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[πέφτω]] πάνω, λέγεται για βέλη, σε Αισχύλ.· λέγεται για θυμό, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]] ή [[μπροστά]] σε κάποιον, [[ικετεύω]], σε Σοφ.· με δοτ., <i>προσπίτνομέν σοι</i>, στον ίδ.· [[αλλά]] πιο [[συχνά]] με αιτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[προσπίτνω]] σε γόνασι, σε Σοφ.· με απαρ., [[προσπίτνω]] σε μὴ [[θανεῖν]], σε [[ικετεύω]] να μην πεθάνω, στον ίδ.
|lsmtext='''προσπίτνω:''' ποιητ. αντί προσ-[[πίπτω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πέφτω]] πάνω στον λαιμό κάποιου, [[αγκαλιάζω]] κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ευρ.· <i>ἀμφὶ [[γενειάδα]]</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]] πάνω στη [[σκηνή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[πέφτω]] πάνω, λέγεται για βέλη, σε Αισχύλ.· λέγεται για θυμό, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]] ή [[μπροστά]] σε κάποιον, [[ικετεύω]], σε Σοφ.· με δοτ., <i>προσπίτνομέν σοι</i>, στον ίδ.· [[αλλά]] πιο [[συχνά]] με αιτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[προσπίτνω]] σε γόνασι, σε Σοφ.· με απαρ., [[προσπίτνω]] σε μὴ [[θανεῖν]], σε [[ικετεύω]] να μην πεθάνω, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-πίτνω, poët. praes., variant van προσπίπτω abs. neervallen:. ἰοὶ προσπίτνοντες neervallende pijlen Aeschl. Pers. 461. met dat. overvallen, overkomen:. τί σοι... χόλος προσπίτνει waarom overvalt verbittering jullie Eur. Med. 1266. in de armen vallen, met dat.:; π. τοῖς φιλτάτοις uw dierbaarsten te omhelzen Eur. El. 576; met acc. zich werpen op:. προσπίτνει νιν zij stort zich op hem Eur. Ba. 1115. neervallen voor, neervallen bij (als smekeling); met acc..; προσπίτνω σε γόνασι ik val voor jou op de knieën Soph. Ph. 485; ook met γόνυ:; προσπίτνουσ ’ ἐμὸν γόνυ voor mij op de knieën vallend Eur. Suppl. 10; met acc. v. pers. en acc. v. h. inw. obj..; γονυπετεῖς ἕδρας προσπίτνω σ ( ε ) ik val voor u neer in geknielde houding Eur. Phoen. 293; vandaar smeken, met acc. en inf.: προσπίτνω σε μὴ θανεῖν ik smeek u dat ik niet gedood word Eur. El. 221.
}}
}}