Anonymous

ἄσπετος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄσπετος:''' -ον ([[εἰπεῖν]]), [[ανείπωτος]], [[ανέκφραστος]], απερίγραπτα [[μεγάλος]], σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ., <i>ἀνείπωτα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἄσπετος:''' -ον ([[εἰπεῖν]]), [[ανείπωτος]], [[ανέκφραστος]], απερίγραπτα [[μεγάλος]], σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ., <i>ἀνείπωτα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσπετος:''' [[εἰπεῖν]] невыразимый, несказанный, т. е. безмерный, огромный ([[ῥόος]] Ὠκεανοῖο, [[κυδοιμός]], [[ἀλκή]], [[κλέος]] Hom.; [[φωνή]] HH; [[θαῦμα]] Soph.; δρυὸς [[ἔρνος]] Eur.; [[πῦρ]] Plut.).
}}
}}