3,254,070
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρηνιάς:''' -[[άδος]], ἡ, θηλ. του [[κρηναῖος]], σε Αισχύλ.· Δωρ. Κρᾱνιάδες, οι Κρηνίδες Νύμφες, σε Θεόκρ.· ομοίως <i>Κρᾱνίδες</i>, σε Μόσχ. | |lsmtext='''κρηνιάς:''' -[[άδος]], ἡ, θηλ. του [[κρηναῖος]], σε Αισχύλ.· Δωρ. Κρᾱνιάδες, οι Κρηνίδες Νύμφες, σε Θεόκρ.· ομοίως <i>Κρᾱνίδες</i>, σε Μόσχ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρηνιάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ ключ, источник Anth.<br />άδος adj. f живущий в источнике (Νύμφαι Aesch.). | |||
}} | }} |