κρηνιάς

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηνιάς Medium diacritics: κρηνιάς Low diacritics: κρηνιάς Capitals: ΚΡΗΝΙΑΣ
Transliteration A: krēniás Transliteration B: krēnias Transliteration C: krinias Beta Code: krhnia/s

English (LSJ)

κρηνιάδος, ἡ, pecul. fem. of κρηναῖος, Νύμφαι Κρηνιάδες A.Fr.168 (hex.).

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
1 de source, de fontaine (nymphe);
2 subst.κρηνιάς source, fontaine.
Étymologie: κρήνη.

German (Pape)

άδος, ἡ, besonderes fem. zu κρηναῖος, zur Quellegehörig; αἱ Κρανιάδες, Quellnymphen, Theocr. 1.22. – Die Quelle, Alcaeus 17 (VII.55).

Russian (Dvoretsky)

κρηνιάς: άδος (ᾰδ) ἡ ключ, источник Anth.
άδος adj. f живущий в источнике (Νύμφαι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

κρηνιάς: -άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ κρηναῖος, Νύμφαι Κρηνιάδες Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 170· Δωρ. Κρᾱν- Θεόκρ. 1. 22· ὡσαύτως Κρᾱνίδες, Μόσχ. 3. 29.

Greek Monolingual

κρηνιάς, -άδος (Α)
βλ. κρηναίος.

Greek Monotonic

κρηνιάς: -άδος, ἡ, θηλ. του κρηναῖος, σε Αισχύλ.· Δωρ. Κρᾱνιάδες, οι Κρηνίδες Νύμφες, σε Θεόκρ.· ομοίως Κρᾱνίδες, σε Μόσχ.

Middle Liddell

κρηνιάς, άδος, [fem. of κρηναῖος, Aesch.]
spring-nymphs, Theocr.; so Κρᾱνίδες Mosch.