Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄστοχος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄστοχος:''' -ον, αυτός που χάνει το στόχο, αυτός που στοχεύει άσχημα, λανθασμένα σε, <i>τινος</i>, σε Πλάτ., Ανθ.
|lsmtext='''ἄστοχος:''' -ον, αυτός που χάνει το στόχο, αυτός που στοχεύει άσχημα, λανθασμένα σε, <i>τινος</i>, σε Πλάτ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄστοχος:''' <b class="num">1)</b> делающий промах, ошибающийся (τινος Plat.): ἄγρης ἄστοχον χεῖρα οἴσειν Anth. остаться без улова;<br /><b class="num">2)</b> неверный, нелепый (ἄ. καὶ [[ψευδὴς]] [[κατηγορία]] Polyb.): οὐκ ἀστόχου διανοίας εἶναι Arst. не быть лишенным остроумия.
}}
}}