3,277,114
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄστοχος:''' -ον, αυτός που χάνει το στόχο, αυτός που στοχεύει άσχημα, λανθασμένα σε, <i>τινος</i>, σε Πλάτ., Ανθ. | |lsmtext='''ἄστοχος:''' -ον, αυτός που χάνει το στόχο, αυτός που στοχεύει άσχημα, λανθασμένα σε, <i>τινος</i>, σε Πλάτ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄστοχος:''' <b class="num">1)</b> делающий промах, ошибающийся (τινος Plat.): ἄγρης ἄστοχον χεῖρα οἴσειν Anth. остаться без улова;<br /><b class="num">2)</b> неверный, нелепый (ἄ. καὶ [[ψευδὴς]] [[κατηγορία]] Polyb.): οὐκ ἀστόχου διανοίας εἶναι Arst. не быть лишенным остроумия. | |||
}} | }} |