Anonymous

ὑπερμεγέθης: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερμεγέθης:''' Ιων. -άθης, <i>-ες</i>, γεν. <i>-εος</i>, = [[ὑπέρμεγας]], σε Ηρόδ., Δημ.
|lsmtext='''ὑπερμεγέθης:''' Ιων. -άθης, <i>-ες</i>, γεν. <i>-εος</i>, = [[ὑπέρμεγας]], σε Ηρόδ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερμεγέθης:''' ион. [[ὑπερμεγάθης]] 2 непомерно большой, огромный, громадный (λίθοι Hom.; [[ἔργον]] Xen.; [[ψεῦδος]] Dem.; τὰ ὀστρακόδερμα Arst.).
}}
}}