3,273,800
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νόσημα:''' -ατος, τό ([[νοσέω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[αρρώστια]], [[ασθένεια]], [[λοιμός]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ψυχική [[αρρώστια]], [[κατάθλιψη]], [[μελαγχολία]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για την [[αναρχία]] που επικρατεί σε μια [[πολιτεία]], σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''νόσημα:''' -ατος, τό ([[νοσέω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[αρρώστια]], [[ασθένεια]], [[λοιμός]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ψυχική [[αρρώστια]], [[κατάθλιψη]], [[μελαγχολία]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για την [[αναρχία]] που επικρατεί σε μια [[πολιτεία]], σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νόσημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> болезнь Soph., Eur., Thuc.: νοσήματι περιπίπτειν Xen. заболеть; κατέχεσθαι νοσήματι NT быть больным;<br /><b class="num">2)</b> порок, зло (τῆς ἀδικίας Plat.);<br /><b class="num">3)</b> бедствие, несчастье: τὸ ν. [[μεῖζον]] ἢ φέρειν Soph. это несчастье невозможно вынести. | |||
}} | }} |