Anonymous

ἀράομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀράομαι:''' Ιων. [[ἀρέομαι]], μέλ. ἀράσομαι [ᾱ], Ιων. [[ἀρήσομαι]]· αόρ. αʹ [[ἠρησάμην]]· αποθ., ([[ἀρά]]) ποιητ. [[ρήμα]].<br /><b class="num">1.</b> [[προσεύχομαι]], [[απευθύνω]] [[προσευχή]] ή [[ικεσία]] σ' έναν θεό, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., επικαλούμαι, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. και απαρ., [[προσεύχομαι]], [[ικετεύω]] να..., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Σοφ.· με απαρ. μόνο, [[εύχομαι]] να αποκτήσω ή να μου συμβεί αυτό ή εκείνο, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[εύχομαι]] [[κάτι]] για κάποιον, <i>τί τινι</i>, μερικές φορές με θετική [[σημασία]], <i>ἀράομαί τινι ἀγαθά</i>, σε Ηρόδ.· [[συνήθως]] όμως με αρνητική [[σημασία]], [[επιρρίπτω]] [[κατάρα]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>ἀρὰς ἀράομαί τινι</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· [[χωρίς]] αιτ., [[καταριέμαι]] κάποιον, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[εύχομαι]] παίρνοντας [[ιερό]] όρκο, ορκίζομαι, κάνω [[τάμα]] ότι θα..., <i>ἠρήσατο ῥέξειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀράομαι:''' Ιων. [[ἀρέομαι]], μέλ. ἀράσομαι [ᾱ], Ιων. [[ἀρήσομαι]]· αόρ. αʹ [[ἠρησάμην]]· αποθ., ([[ἀρά]]) ποιητ. [[ρήμα]].<br /><b class="num">1.</b> [[προσεύχομαι]], [[απευθύνω]] [[προσευχή]] ή [[ικεσία]] σ' έναν θεό, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., επικαλούμαι, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. και απαρ., [[προσεύχομαι]], [[ικετεύω]] να..., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Σοφ.· με απαρ. μόνο, [[εύχομαι]] να αποκτήσω ή να μου συμβεί αυτό ή εκείνο, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[εύχομαι]] [[κάτι]] για κάποιον, <i>τί τινι</i>, μερικές φορές με θετική [[σημασία]], <i>ἀράομαί τινι ἀγαθά</i>, σε Ηρόδ.· [[συνήθως]] όμως με αρνητική [[σημασία]], [[επιρρίπτω]] [[κατάρα]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>ἀρὰς ἀράομαί τινι</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· [[χωρίς]] αιτ., [[καταριέμαι]] κάποιον, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[εύχομαι]] παίρνοντας [[ιερό]] όρκο, ορκίζομαι, κάνω [[τάμα]] ότι θα..., <i>ἠρήσατο ῥέξειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀράομαι:''' ион. [[ἀρέομαι]] (ᾱρ, Hom. атт. ᾰρ)<br /><b class="num">1)</b> обращаться с молитвами, молиться (Ἄπόλλωνι Hom.; θεοῖς Soph.): ἀ. [[τάχιστα]] [[φανήμεναι]] ἠῶ Hom. молиться, чтобы поскорее взошла заря;<br /><b class="num">2)</b> призывать в молитвах (στυγερὰς Ἐρινῦς Hom.);<br /><b class="num">3)</b> заклинать (богов), торжественно просить, желать Hom., Soph., Eur.: ἀ. τινί τι ([[γενέσθαι]]) Her. желать кому-л. чего-л.;<br /><b class="num">4)</b> проклинать: ἀ. [[ἀράς]] τινι Aesch., Soph. или [[κατά]] τινος Plut. и φωνὰς δεινὰς ἐπί τινα Plut. призывать проклятья на кого-л.
}}
}}