ἀράομαι

From LSJ

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀράομαι Medium diacritics: ἀράομαι Low diacritics: αράομαι Capitals: ΑΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: aráomai Transliteration B: araomai Transliteration C: araomai Beta Code: a)ra/omai

English (LSJ)

Aeol. inf.
A ἄρασθαι Sapph.Supp.5.22: fut. ἀράσομαι [ᾱ], Ion. ἀρήσομαι: aor. ἠρησάμην, Aeol. 3pl. ἀράσαντο Sapph.51: pf. ἤρᾱμαι (only in compounds ἐπήραμαι, κατήραμαι): (ἀρά): [ᾱρ Hom., ᾰρ Lyr., Trag.]:—poet. Verb (v. infr.), pray to a god, Ἀπόλλωνι Il.1.35; δαίμοσιν 6.115: once c. acc., invoke, στυγερὰς ἀρήσετ' Ἐρινῦς Od.2.135.
2 c. acc. et inf., pray that... ἀρᾶται δὲ τάχιστα φανήμεναι Ἠῶ 11.9.240; τὰ ἐναντία.. ἀρέομαι ὑμῖν γενέσθαι Hdt.3.65 codd.; ἠρῶντο (sc. σφέας) ἐπικρατῆσαι prayed that they might prevail, 8.94; ἥ σε θεοῖς ἀρᾶται.. μολεῖν S.Aj.509, cf. Ar.Th.350.
b c. inf. only, πάντες κ' ἀρησαίατ' ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι would pray to be, Od.1.164.
c followed by optat., ἀρώμενος εἷος ἵκοιο praying till thou should'st come, ib.19.367.
3 pray for, ἔσλα τῷ γάμβρῳ Sapph.51; ἀ. τινὶ ἀγαθά Hdt.1.132: c. inf., σφᾦν.. θεοῖς ἀρῶμαι μή ποτ' ἀντῆσαι κακῶν S.OC 1445; more freq. in bad sense, imprecate, τί τινι Id.OT251; ἀρὰς ἀ. τινί Id.OC952, And.1.31, cf. A.Th.633, Pr.912; and without an acc., ἀρᾶσθαί τινι to curse one, E.Alc.714, cf. S.OT1291.
4 c. fut. inf., vow that... πατὴρ ἠρήσατο Πηλεὺς.. με.. σοί τε κόμην κερέειν ῥέξειν τε Il.23.144.
II Act. only in Ep. aor. inf., ἀρήμεναι μέλλεις you are like to have prayed, Od.22.322.
III the part. ἀρημένος (q.v.) does not belong to this Verb.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón., át. contr. ἀρῶμαι Od.19.367, Hdt.3.65, S.OC 1445; lesb. ἄραμαι Sapph.22.17
• Prosodia: [ᾰρ-, jón. ép. ᾱρ-]
• Morfología: [jón. fut. ἀρήσ-; aor. ἤρησ-; pres. inf. ἀράασθαι Hes.Fr.204.79, ἄρασθαι Sapph.16.22, impf. 2a pers. ἄραο Sapph.112.1, 2; aor. ἠρασάμην AP 5.47 (Rufin.); en v. act. sólo inf. ἀρήμεναι Od.22.322]
I gener.
1 pronunciar un voto, rogar, hacer votos abs. ἠρᾶθ' ὁ γεραιός Il.1.35, cf. 5.114, 10.283, h.Ap.332, σοί ... γάμος ὡς ἄραο ἐκτετέλεστ' Sapph.112.1, cf. 22.17, c. dat. de la divinidad impetrada Διὸς κούρῃ Il.6.304, Od.6.323, Ἀθήνῃ Il.10.277, Od.4.761, δαίμοσι Il.6.115, θεοῖσι Il.3.318, cf. Od.12.337, νύμφῃς Od.13.355, μητρὶ φίλῃ Aquiles a su madre Tetis Il.1.351, a seres divinizados ἀνέμοισι Il.23.194.
2 c. or. compl. de inf. hacer votos, rogar, orar c. dat. de la divinidad impetrada ὁππότε ... ἀρήσῃ Διὶ πατρὶ ... θάσσονας ἰρήκων ἔμεναι ... ἵππους Il.13.818, cf. Od.18.176, ταὶ ... ποταμῶ(ι) καλλιρόω(ι) ἀράσαντ' ἐρατὸν τελέσαι γάμον Alcm.(?) en POxy.3213.5, θεοῖς ἀρᾶται (σε) ζῶντα πρὸς δόμους μολεῖν S.Ai.509, cf. Tr.48, E.Heracl.851, ἀράσασθαι ... Ἀθηνᾷ τίσασθαι αὐτήν Moero 4
sin dat. de la divinidad, desacralizado rogar, pedir, desear πολέες τέ μιν ἠρήσαντο ἱππῆες φορέειν muchos jinetes pidieron llevarlo, Il.4.143, Ἀχιλεὺς Βορέην ... ἐλθεῖν ἀρᾶται Il.23.209, τάχιστα φανήμεναι Ἠῶ Il.9.240, ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι Od.1.164, cf. 19.533, μιγήμεναι ἐν δαῒ λυγρῇ Il.13.286, παρὰ λεχέεσσι κλιθῆναι h.Hom.6.16, λαβεῖν ... Λυδούς Hdt.1.27, cf. 8.94, πεδέχην δ' ἄρασθαι Sapph.16.22, φυγεῖν πλόον AP 7.543.1
c. or. dependientes ἀρώμενος ἧος ἵκοιο rogando porque vinieras, Od.19.367
c. μή: ἀρῶμαι μή ποτ' ἀντῆσαι κακῶν S.OC 1445
condicionadamente hacer voto de, prometer, juramentarse c. dat. de la divinidad σοι ... ἠρήσατο ... με νοστήσαντά σοι ... κόμην κερέειν te prometió que a mi vuelta te consagraría la cabellera, Il.23.144.
3 c. ac. rogar, pedir ἀράσοντο δὲ πάμπαν ἔσλα γάμβρῳ Sapph.141.6, ἑωυτῷ ... ἀγαθά Hdt.1.132
σοὶ πολλὰ ... κέδν' ἀρώμενοι E.Or.1138
c. ac. de pers. ἔχηις δὲ πάρθενον, ἂν ἄραο Sapph.112.2.
II en sent. neg.
1 hacer votos desfavorables, deprecar dentro del ámbito familiar, c. dat. del dios impetrado ἐξ ἀρέων μητρὸς ... ἥ ῥα θεοῖσι πόλλ' ἀχέουσ' ἠρᾶτο κασιγνήτοιο φόνοιο a causa de las maldiciones de su madre ... que en verdad muchas veces dolida a los dioses deprecó por la muerte de su hermano, Il.9.567
en ámbitos más amplios, c. inf. y orac. de inf. πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι ... τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τέλος ... γενέσθαι muchas veces habrás hecho votos desfavorables para que el fin de mi viaje estuviera lejos, Od.22.322, τὰ ἐναντία τούτοισι ἀρῶμαι ὑμῖν γενέσθαι depreco que os ocurra lo contrario a esos votos favorables Hdt.l.c., cf. 3.124, κακῶς ἀπολέσθαι τοῦτον αὐτὸν ... ἀρᾶσθε deprecad que éste perezca malamente Ar.Th.350.
2 c. dat. de la pers. contra quien se dirige la maldición y ac. int. imprecar, deprecar en el ámbito familiar παισὶν ἑοῖσι ... ἐπαρὰς ... ἠρᾶτο· θεῶν δ' οὐ λάνθανε ἐρινύν a sus hijos maldijo con imprecaciones; y no escapó al castigo de los dioses, Thebaïs 2.8, cf. S.OT 251, E.Ph.67, Hipp.1168
sólo c. ac. int. (ἀρά) ἣν ... ἡρᾶτο A.Pr.912, cf. S.OC 952, 1389, 1406, Ant.428, ἀρήσετ' ἐρινῦς imprecó invocando a las Erinis, Od.2.135
en ámbitos más amplios que el familiar πόλει ... ἀρᾶται ... τύχας contra la ciudad impreca infortunios A.Th.633, ἀρὰς τυράννοις ... ἀρωμένη E.Med.607, cf. Rh.505
κακὰ πολλὰ ἑῇ ἠρήσατο γαστρί lanzó mil maldiciones contra su estómago (por el hambre que tenía), A.R.1.1176
sólo c. dat. maldecir γονεῦσιν E.Alc.714, τῷ λαῷ LXX 1Re.14.24
c. prep. y gen. Ἀλθαίαν ἀράσασθαι κατ' αὐτόν (dicen) que Altea pronunció maldiciones contra él Apollod.1.8.3
c. ac. de pers. τὸν λαὸν τοῦτον en la historia de Balaam LXX Nu.22.6, c. dos ac. τί ἀράσωμαι ὃν μὴ καταρᾶται ὁ θεός; LXX Nu.23.8
abs. S.OT 1291
para cerrar un juramento solemne maldecir a los eventuales contraventores, abs. ὀμνύμεναι τ' ἐκέλευσε καὶ ... ἀράασθαι σπονδᾷ de los pretendientes de Helena juramentados, Hes.Fr.204.79
c. ac. int. ὅρκους ... ὀμόσαντες ... καὶ ἀρασάμενοι ... ἀράς And.Myst.31.
• Etimología: Cf. ἀρά.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
f. ἀράσομαι, ao. ἠρασάμην, pf. seul. en compos.
adresser une prière à, invoquer, acc. ; ἀρ. ἀγαθά τινι HDT souhaiter du bien à qqn ; en mauv. part ἀρὰς ἀρᾶσθαί τινι SOPH ou simpl. ἀρᾶσθαι SOPH faire des imprécations contre qqn, maudire.
Étymologie: ἀρά.

German (Pape)

dep. med.; Od. 22.322 ἀρήμεναι, entweder inf. praes. act. = ἀρᾶν, von einem sonst nicht gebraucht act. ἀράω, oder inf. acr. 2 pass. = ἀρῆναι, von einem sonst nicht gebräuchl. depon. pass. ἄρομαι; ἄρομαι und ἀράομαι verhalten sich, wie αἰδέομαι und αἴδομαι; ἀρημένος, s. unten besonders;
beten, flehen, absol. und c. dat., Ἀπόλλωνι, zu Apollon, Il. 1.35 und öfter; θεοὶς ἀρᾶται, σὲ ζῶντα πρὸς δόμους μολεῖν Soph. Aj. 504; c. acc., Ἐρινῦς, die Erinnyen zur Rache herbeirufen, Od. 2.135; mit inf., wünschen, φανήμεναι ἠῶ Il. 9.240; πάντες κ' ἀρησαίατ' ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι ἢ ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε Od. 1.161; πάντες δ' ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι 1.366; betend geloben, Il. 23.144; ὅσσα σὺ τῷ ἐδίδως, ἀρώμενος ἕως ἵκοιο γῆρας, daß du alt werdest, Od. 19.367; – anwünschen, anfluchen, ἅπερ τοῖσδ' ἠρασάμην Soph. O.R. 251; ἀρὰν ἀρᾶσθαί τινι Aesch. Spt. 615; Soph. O.C. 956, Ant. 424; seltener im guten Sinne, ἀγαθά τινι Her. 1.132; vgl. 3.65.
[ᾱρ. homer., att. ᾰρ., z.B. Soph. Ant. 589.]

Russian (Dvoretsky)

ἀράομαι: ион. ἀρέομαι (ᾱρ, Hom. атт. ᾰρ)
1 обращаться с молитвами, молиться (Ἄπόλλωνι Hom.; θεοῖς Soph.): ἀ. τάχιστα φανήμεναι ἠῶ Hom. молиться, чтобы поскорее взошла заря;
2 призывать в молитвах (στυγερὰς Ἐρινῦς Hom.);
3 заклинать (богов), торжественно просить, желать Hom., Soph., Eur.: ἀ. τινί τι (γενέσθαι) Her. желать кому-л. чего-л.;
4 проклинать: ἀ. ἀράς τινι Aesch., Soph. или κατά τινος Plut. и φωνὰς δεινὰς ἐπί τινα Plut. призывать проклятья на кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀράομαι: Ἰων. ἀρέομαι: μέλλ. ἀράσομαι [ᾱ], Ἰων. ἀρήσομαι: ἀόρ. ἠρησάμην: πρκμ. ἤρᾱμαι (ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέτοις ἐπήραμαι, κατήραμαι), ἀποθ.· (ἀρά). ― Ποιητ. ῥῆμα ἴδε κατωτ.), προσεύχομαι, ἠρᾶθ’ ὁ γεραιὸς Ἀπόλλωνι ἄνακτι Ἰλ. Α. 35· δαίμοσιν Ζ. 115: ― ἅπαξ μετ’ αἰτ., ἐπικαλοῦμαι…, στυγερὰς ἀρήσετ’ Ἐρινῦς Ὀδ. Β. 135. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., παρακαλῶ, προσεύχομαι ὅπως…, ἀρᾶται δὲ τάχιστα φανήμεναι Ἠῶ Ἰλ. Ι. 240· τὰ ἐναντία… ἀρέομαι ὑμῖν γενέσθαι Ἡρόδ. 3. 65· ἠρῶντο (ἐνν. σφέας) ἐπικρατῆσαι, ηὔχοντο ὅπως ὑπερισχύσωσιν, 8. 94· ἥ σε θεοῖς ἀρᾶται… μολεῖν Σοφ. Αἴ. 509, πρβλ. Ο. Κ. 1445, Ἀριστοφ. Θεσμ. 350. β) μετὰ μόνου ἀπαρεμ., πάντες κ’ ἀρησαίατ’ ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι, «εὔξαιντο» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 164. γ) ὡσαύτως ἑπομένης εὐκτικῆς, ἀρώμενος, εἷος ἵκοιο γῆράς τε λιπαρόν, εὐχόμενος νὰ φθάσῃς εἰς λιπαρὸν γῆρας, Ὀδ. Τ. 367, ἀλλ’ ἴδε Mehlh Ἀνακρ. σ. 121 κἑξ. 3) εὔχομαί τι περὶ τινος, τινί τι, ἑνίοτε ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀρ. τινι ἀγαθὰ Ἡρόδ. 1. 132, πρβλ. 3. 65· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταρῶμαί τινα, παθεῖν ἅπερ τοῖσδ’ ἀρτίως ἠρησάμην Σοφ. Ο. Τ. 251· ἀρὰς ἀρ. τινι ὁ αὐτ. Ο. Κ. 952, κτλ., Ἀνδοκ. 5. 17, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 633, Πρ. 912· καὶ ἄνευ τῆς αἰτιατ., ἀρᾶσθαί τινι, καταρῶμαί τινα, Εὐρ. Ἄλκ. 714, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1291. 4) μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλοντος, καθιερῶ τι δι’ εὐχῆς, εὔχομαι νὰ…, «τάζω», Σπερχεί’, ἄλλως σοί γε πατὴρ ἠρήσατο Πηλεύς…, σοί τε κόμην κερέειν ῥέξειν θ’ ἱερὴν ἑκατόμβην, «ὦ Σπερχειέ, εἰκῇ καὶ μάτην ηὔξατό σοι γε ὁ Πηλεύς… σοί τε τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας ἀποκόψειν καὶ θυσίαν ἁγίαν ποιήσειν» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Ψ. 144. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ Ἐπ. ἀπαρεμ. ἀρήμεναι, εὔχεσθαι, Ὀδ. Χ. 322· ἀλλ’ ὁ Βουττμ. ἐν καταλόγῳ Ἀνωμ. ῥημάτ. παρατηρεῖ ὅτι παρῳχημένος χρόνος ἀπαιτεῖται ἐν τῷ χωρίῳ, καὶ νομίζει ὅτι τὸ ἀρήμεναι δυνατὸν νὰ εἶναι Ἐπικὸν ἀντὶ τοῦ ἀρῆναι ἀόρ. β΄ παθ. = ἀρήσασθαι, «εὔξασθαι» (Σχόλ.). ΙΙΙ. ἡ μετοχὴ ἀρημένος (ἴδε τὴν λέξιν) δὲν ἀνήκει εἰς τοῦτο το ῥῆμα.

Greek Monotonic

ἀράομαι: Ιων. ἀρέομαι, μέλ. ἀράσομαι [ᾱ], Ιων. ἀρήσομαι· αόρ. αʹ ἠρησάμην· αποθ., (ἀρά) ποιητ. ρήμα.
1. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή ή ικεσία σ' έναν θεό, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., επικαλούμαι, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ. και απαρ., προσεύχομαι, ικετεύω να..., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Σοφ.· με απαρ. μόνο, εύχομαι να αποκτήσω ή να μου συμβεί αυτό ή εκείνο, σε Ομήρ. Οδ.
3. εύχομαι κάτι για κάποιον, τί τινι, μερικές φορές με θετική σημασία, ἀράομαί τινι ἀγαθά, σε Ηρόδ.· συνήθως όμως με αρνητική σημασία, επιρρίπτω κατάρα εναντίον κάποιου, ἀρὰς ἀράομαί τινι, σε Σοφ. κ.λπ.· χωρίς αιτ., καταριέμαι κάποιον, σε Ευρ.
4. με απαρ., εύχομαι παίρνοντας ιερό όρκο, ορκίζομαι, κάνω τάμα ότι θα..., ἠρήσατο ῥέξειν, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[ἀρά]
1. to pray to a god, c. dat., Il.:—c. acc. to invoke, Od.
2. c. acc. et inf. to pray that, Il., Hdt., Soph.:—c. inf. only, to pray to be so and so, Od.
3. to pray something for one, τί τινι; sometimes in good sense, ἀρ. τινι ἀγαθά Hdt.; but usually in bad, to imprecate upon one, ἀρὰς ἀρ. τινι Soph., etc.; without an acc., ἀρᾶσθαί τινι to curse one, Eur.
4. c. inf. fut. to vow that one will or would, ἠρήσατο ῥέξειν Il.

Mantoulidis Etymological

ἀρῶμαι (=προσεύχομαι, εὔχομαι, καταριέμαι. Ἀπό τό οὐσιαστ. ἀρά (=εὐχή, κατάρα) πού προῆλθε ἀπό τό ρῆμα αἴρω, γιατί ὁ προσευχόμενος ὑψώνει τά χέρια στόν οὐρανό.
Παράγωγα: ἀρατός (=καταραμένος), Ἄρατος (=αὐτός γιά τόν ὁποῖο εὐχήθηκε κάποιος), ἐπάρατος (=καταραμένος), πολυάρατος, τρισκατάρατος, ἀράσιμος (=ἄξιος κατάρας), ἀρητήρ (=ἱερέας), ἀρητήριον (=τόπος προσευχῆς), ἀρητεύω (=εἶμαι ἱερέας), ἐπικατάρατος, κατάρα.