Anonymous

διέξοδος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διέξοδος:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μέρος]] εξόδου, [[δίοδος]], [[πέρασμα]], [[κανάλι]], σε Ηρόδ.· <i>διέξοδοι ὁδῶν</i>, διαβάσεις [[δρόμων]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μονοπάτι]], [[τροχιά]], [[κύκλος]], λέγεται για τον ήλιο, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποτέλεσμα]], [[έκβαση]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> διεξοδική, [[λεπτομερής]] [[αφήγηση]], [[περιγραφή]], [[εξήγηση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''διέξοδος:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μέρος]] εξόδου, [[δίοδος]], [[πέρασμα]], [[κανάλι]], σε Ηρόδ.· <i>διέξοδοι ὁδῶν</i>, διαβάσεις [[δρόμων]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μονοπάτι]], [[τροχιά]], [[κύκλος]], λέγεται για τον ήλιο, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποτέλεσμα]], [[έκβαση]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> διεξοδική, [[λεπτομερής]] [[αφήγηση]], [[περιγραφή]], [[εξήγηση]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διέξοδος:''' ἡ<b class="num">1)</b> выход, проход, проток ([[ὕδατος]] Her.; περίοδοι καὶ διέξοδοι Plut.): διέξοδοι ὁδῶν Her. проходы; ἡ δ. (v. l. [[ἔξοδος]]) τοῦ περιττώματος Arst. задний проход;<br /><b class="num">2)</b> путь, орбита (ἡλίου Her. - ср. 3);<br /><b class="num">3)</b> движение (πάντων διέξοδοι Arst.): [[τρεῖς]] ἡλίου διέξοδοι Eur. три солнечных круговорота, т. е. три дня; ἀνέμων διέξοδοι Soph. движение ветров;<br /><b class="num">4)</b> воен. pl. передвижения, эволюции, маневры (διέξοδοι τακτικαί Plat.);<br /><b class="num">5)</b> рассказ, повествование (διέξοδοι παλαιῶν [[ἀνδρῶν]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> перен. ход или черта, деталь ([[πᾶσαι]] αἱ διέξοδοι τῶν βουλευμάτων Her.);<br /><b class="num">7)</b> лазейка, увертка (πάσας διεξόδους διεξελθὼν ἀποστραφῆναι Plat.).
}}
}}