Anonymous

ὁμηγυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμηγῠρίζομαι:''' απαρ. αορ. αʹ <i>ὁμηγυρίσασθαι</i>, αποθ., [[συναθροίζω]], [[συγκαλώ]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὁμηγῠρίζομαι:''' απαρ. αορ. αʹ <i>ὁμηγυρίσασθαι</i>, αποθ., [[συναθροίζω]], [[συγκαλώ]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμηγῠρίζομαι:''' созывать (на собрание), собирать (Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν Hom.).
}}
}}