Anonymous

ἀποκληρόω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εκλέγω]] με λαχνό από ένα [[σύνολο]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[επιλέγω]] ή [[εκλέγω]] σε [[αξίωμα]] με κλήρο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[διανέμω]] ή [[απονέμω]] με κλήρο, <i>χώραντινί</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποκληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εκλέγω]] με λαχνό από ένα [[σύνολο]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[επιλέγω]] ή [[εκλέγω]] σε [[αξίωμα]] με κλήρο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[διανέμω]] ή [[απονέμω]] με κλήρο, <i>χώραντινί</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκληρόω:''' <b class="num">1)</b> выбирать по жребию (ἕνα ἐκ δεκάδος Her.; βουλήν Thuc.; σιτοφύλακας Lys.; τοὺς [[τρεῖς]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> присуждать по жребию (χώραν τινί Plut.): [[τοῦτο]] σοι ἀποκεκλήρωται Luc. так выпало тебе на долю;<br /><b class="num">3)</b> исключать из числа участников жеребьевки (τινα Arst.).
}}
}}