ἀποκληρόω

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκληρόω Medium diacritics: ἀποκληρόω Low diacritics: αποκληρόω Capitals: ΑΠΟΚΛΗΡΟΩ
Transliteration A: apoklēróō Transliteration B: apoklēroō Transliteration C: apokliroo Beta Code: a)poklhro/w

English (LSJ)

A choose by lot from a number, Hdt.2.32; ἀποκληρόω ἕνα ἐκ δεκάδος Id.3.25; ἀπὸ πάντων τῶν λόχων Th.4.8: at Athens, choose by lot or elect by lot, πρυτάνεις Id.8.70, cf. And.1.82; σιτοφύλακας ἀποκληρόω Lys.22.16:—Pass., to be chosen by lot, D.25.27, Marm.Par.16: hence, choose at random, prob. in Phld.Rh.1.114S.:—Med., much like Act., Ph.2.508, Plu.2.826f.
2 allot, assign by lot, χώραν τινί Plu.Caes.51, cf. Hld.4.2:—Pass., ἀποκληροῦμαι to be allotted, fall to one's share, τινί Luc.Merc. Cond.32, Ph.2.577; have allotted to one, τι Ph.1.214.
II eliminate by lot, Arist.Pol.1298b26.

Spanish (DGE)

I 1elegir mediante sorteo c. ac. de pers. o corporaciones πέντε ἑωυτῶν Hdt.2.32, ἐκ δεκάδος γὰρ ἕνα Hdt.3.25, τοὺς τρεῖς Pl.Lg.763e, τοὺς πέντε Pl.Lg.763e, διεβίβαζον ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας ἀποκληρώσαντες ἀπὸ πάντων τῶν λόχων Th.4.8, τοὺς ἡμίσεις τούτων Pl.Lg.756e, SB 10075.17 (VI d.C.)
de cargos públicos πρυτάνεις Th.8.70, βουλήν And.Myst.82, σιτοφύλακας Lys.22.16, τὰ δικαστήρια D.C.38.7.6, Luc.Bis Acc.4, 12, en v. pas. Ἑλίκη καὶ Ἀρχεδίκη ἀποκληρωθεῖσαι ὑπὸ τῶν λοιπῶν Marm.Par.A 9
tb. en v. med., Ph.2.508.
2 sortear, asignar por sorteo c. otros ac. χώραν τῆς Ἰταλίας ἀπεκλήρωσε πολλήν Plu.Caes.51, τὰς πολιτείας Plu.2.826e, στέφανον Hld.4.2.1
en v. pas. ὅτι ἐλάχετε, εἶτ' ἀπεκληρώθητε D.25.27, τοιοῦτο γάρ σοι ἀποκεκλήρωται Luc.Merc.Cond.32, μιᾶς χώρας τῆς ἀποκεκληρωμένης Ph.2.577, fig. ἀποκεκληρωμένος φόβον τε καὶ λύπην Ph.1.214.
II eliminar mediante sorteo τοὺς πλείους Arist.Pol.1298b26.

German (Pape)

[Seite 307] 1) durchs Loos wählen, βουλήν Thuc. 8, 70 Andoc. 1, 82; σιτοφύλακας Lys. 22, 16; Plat. Legg. VI, 763 e; Folgde. Pass., durchs Loos erwählt werden, Dem. 25. 27; τοῦτό σοι ἀποκεκλήρωται, das ist dir beschieden, Luc. Merc. cond. 32; auch = verteilen, τινί τι Hel. – 2) vom Loosen ausschließen, Arist. Polit. 4, 14.

French (Bailly abrégé)

ἀποκληρῶ :
1 choisir au sort, désigner par la voie du sort, acc.;
2 distribuer par la voie du sort ou assigner par la voie du sort : τινί τι qch à qqn;
3 exclure d'un partage par la voie du sort.
Étymologie: ἀπό, κληρόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκληρόω:
1 выбирать по жребию (ἕνα ἐκ δεκάδος Her.; βουλήν Thuc.; σιτοφύλακας Lys.; τοὺς τρεῖς Plat.);
2 присуждать по жребию (χώραν τινί Plut.): τοῦτο σοι ἀποκεκλήρωται Luc. так выпало тебе на долю;
3 исключать из числа участников жеребьевки (τινα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκληρόω: εκλέγω, λαμβάνω διὰ κλήρου, Ἡρόδ. 2. 3· ἀπ. ἕνα ἐκ δεκάδος ὁ αὐτ. 3. 25· ἀπὸ πάντων τῶν λόχων Θουκ. 4. 8· ἐν Ἀθήναις, ἐκλέγω διὰ κλήρου εἰς ἀξίωμα, ὁ αὐτὸς 8. 70, Ἀνδοκ. 11. 19· σιτοφύλακας ἀπ. Λυσ. 165. 35· καὶ ἐν τῷ παθητ. ἐκλέγομαι διὰ κλήρου, Δημ. 778. 4, Χρον. Παρ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 2374. 16: ― Μέσ., πολὺ ὅμοιον τῷ ἐνεργ., Φίλων 2. 208, Πλούτ. 2. 826Ε. 2) διανέμωἀπονέμω διὰ κλήρου, χώραν τινὶ Πλούτ. Καῖσ. 51: ― Παθ., ἀπονέμομαι, πίπτω διὰ κλήρου εἰς τὸ μερίδιόν τινος, τινὶ Λουκ. π. τ. Μισθ. Συνόντ. 32, Φίλων 2. 577: ― ὡσαύτως, ἀπονέμω εἴς τινα, ἀποδίδω, τι Φίλων 1. 214. ΙΙ. ἀποκλείω τοῦ δικαιώματος νὰ λάβῃ κλήρους δι’ ὑπούργημα, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 13, πρβλ. ἀπόκληρος ΙΙ.

Greek Monotonic

ἀποκληρόω: μέλ. -ώσω·
1. εκλέγω με λαχνό από ένα σύνολο, σε Ηρόδ., Θουκ.· επιλέγω ή εκλέγω σε αξίωμα με κλήρο, σε Θουκ.
2. διανέμω ή απονέμω με κλήρο, χώραντινί, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from ἀπόκληρος
1. to choose by lot from a number, Hdt., Thuc.: to choose or elect by lot, Thuc.
2. to allot, assign by lot, χώραν τινί Plut.

Lexicon Thucydideum

sorte legere, to choose by lot, 4.8.9, 8.70.1.