Anonymous

διαπορθέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[διαπέρθω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. — Παθ., καταστρέφομαι εντελώς, αφανίζομαι, σε Τραγ.
|lsmtext='''διαπορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[διαπέρθω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. — Παθ., καταστρέφομαι εντελώς, αφανίζομαι, σε Τραγ.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-πορθέω geheel verwoesten:. διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγματα de macht der Perzen ligt in puin Aeschl. Pers. 714.
}}
}}