Anonymous

πολύπλαγκτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύπλαγκτος:''' -ον ([[πλάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιπλανιέται [[πολύ]], που έχει περιπλανηθεί [[παντού]] και για [[πολύ]] καιρό, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που οδηγεί [[μακριά]] ή έξω από τον σωστό δρόμο, αυτός που κατευθύνει [[μακριά]] από την [[πορεία]] κάποιου, [[ἄνεμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. Αντιγ. 615· [[πολύπλαγκτος]] [[ἐλπίς]], μπορεί να σημαίνει [[είτε]] [[περιπλάνηση]], αβέβαιη [[ελπίδα]] [[είτε]] αποπροσανατολισμός, [[παραστράτημα]], [[παραπλάνηση]]· πρβλ. [[πολυπλανής]] II.
|lsmtext='''πολύπλαγκτος:''' -ον ([[πλάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιπλανιέται [[πολύ]], που έχει περιπλανηθεί [[παντού]] και για [[πολύ]] καιρό, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που οδηγεί [[μακριά]] ή έξω από τον σωστό δρόμο, αυτός που κατευθύνει [[μακριά]] από την [[πορεία]] κάποιου, [[ἄνεμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. Αντιγ. 615· [[πολύπλαγκτος]] [[ἐλπίς]], μπορεί να σημαίνει [[είτε]] [[περιπλάνηση]], αβέβαιη [[ελπίδα]] [[είτε]] αποπροσανατολισμός, [[παραστράτημα]], [[παραπλάνηση]]· πρβλ. [[πολυπλανής]] II.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύπλαγκτος:''' <b class="num">1)</b> много странствующий или странствовавший (ληϊστῆρες Hom.; Ἰώ Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> заставляющий много блуждать, бросающий из стороны в сторону ([[ἄνεμος]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> вводящий в заблуждение ([[ἐλπίς]] Soph.).
}}
}}