3,274,917
edits
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑκηβόλος:''' Δωρ. ἑκᾰ-[[βόλος]], -ον ([[ἑκάς]], [[βάλλω]]), αυτός που βάλλει, που χτυπά, που τοξεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἑκηβόλος:''' Δωρ. ἑκᾰ-[[βόλος]], -ον ([[ἑκάς]], [[βάλλω]]), αυτός που βάλλει, που χτυπά, που τοξεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑκηβόλος:''' дор. ἑκᾱβόλος 2 [[ἑκάς]] далеко мечущий, издали разящий, по друг. [[ἕκητι]] поражающий любую цель, метко разящий ([[Ἀπόλλων]] Hom., HH, Soph.; [[Ἄρτεμις]] Soph.; τόξα Aesch.; χέρες, σφενδόναι Eur.; βέλη Polyb.; [[ἄνδρες]] Plut.). | |||
}} | }} |