Anonymous

ἑκηβόλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑκηβόλος:''' Δωρ. ἑκᾰ-[[βόλος]], -ον ([[ἑκάς]], [[βάλλω]]), αυτός που βάλλει, που χτυπά, που τοξεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἑκηβόλος:''' Δωρ. ἑκᾰ-[[βόλος]], -ον ([[ἑκάς]], [[βάλλω]]), αυτός που βάλλει, που χτυπά, που τοξεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκηβόλος:''' дор. ἑκᾱβόλος 2 [[ἑκάς]] далеко мечущий, издали разящий, по друг. [[ἕκητι]] поражающий любую цель, метко разящий ([[Ἀπόλλων]] Hom., HH, Soph.; [[Ἄρτεμις]] Soph.; τόξα Aesch.; χέρες, σφενδόναι Eur.; βέλη Polyb.; [[ἄνδρες]] Plut.).
}}
}}